ἐπισκοπῶ

ἐπισκοπῶ
ἐπισκοπέω
look upon
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπισκοπέω
look upon
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐπισκοπέω
look upon
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐπισκοπέω
look upon
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επισκοπώ — (AM ἐπισκοπῶ, έω) [επίσκοπος] είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω αρχ. μσν. ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῡ προσώπου Σου, Κύριε») αρχ. 1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • επισκοπώ — επισκόπησα, επισκοπήθηκα 1. μτβ., βλέπω κάτι από ψηλά, επιθεωρώ, εξετάζω, παρατηρώ: Ο σχολιαστής επισκοπεί τη σημερινή πολιτική κατάσταση. 2. αμτβ., επισκοπεύω (βλ. λ.), είμαι επίσκοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισκόπω — ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc nom/voc/acc dual ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc gen sg (doric aeolic) ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκόπῳ — ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc dat sg ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισκόπωι — ἐπισκόπῳ , ἐπίσκοπος 1 one who watches over masc dat sg ἐπισκόπῳ , ἐπίσκοπος 2 hitting the mark masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • επιθεώμαι — ἐπιθεῶμαι, άομαι (Α) 1. κοιτάζω από πάνω, επισκοπώ, επιθεωρώ, εξετάζω 2. προσβλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω νοερά, σκέπτομαι, αναλογίζομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θεώμαι «ατενίζω, βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • επικατασκοπώ — ἐπικατασκοπῶ, έω (Α) επιθεωρώ, επισκοπώ πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασκοπώ «εξετάζω» (< κατάσκοπος)] …   Dictionary of Greek

  • επισκόπηση — η (AM ἐπισκόπησις) [επισκοπώ] εξέταση τού όλου, επόπτευση, επιθεώρηση (α. «επισκόπηση τών εργασιών τού συνεδρίου» β. «επισκόπηση τού απογευματινού τύπου») …   Dictionary of Greek

  • ξαγναντεύω — παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγναντεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”